Ποσειδάνιος

Ποσειδάνιος
Ποσειδᾱνιος
a belonging to Poseidon Ποσειδανίοισιν ἵπποις (-ίαισιν e Σ Boeckh) O. 5.21 Ποσειδάνιον ἂν τέμενος at the Isthmus N. 6.41

Πος]ειδάνιο[ν] γένος[ Pae. 2.41

b son of Poseidon

Ποσειδάνιον πέφνε Κτέατον ἀμύμονα O. 10.26


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποσειδάνιος — ία, ον, Α βλ. ποσειδώνιος …   Dictionary of Greek

  • ποσειδώνιος — (Απάμεια, Συρία 135 π.Χ. περίπου – μέσα 1ου αι. π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαθητής του Παναίτιου στην Αθήνα, αφού πραγματοποίησε μεγάλα επιστημονικά ταξίδια, ίδρυσε δική του σχολή στη Ρόδο, στην οποία είχε μαθητές, μεταξύ άλλων, τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”